στουπόχαρτο

στουπόχαρτο
το, Ν
βλ. στυπόχαρτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στουπόχαρτο — στουπόχαρτο, το και στυπόχαρτο, το απορροφητικό χαρτί: Πάτησε τα γράμματα με στυπόχαρτο, για να στεγνώσει το μελάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυπόχαρτο — και στουπόχαρτο, το, Ν απορροφητικό χαρτί κατάλληλο για την απορρόφηση τής μελάνης νωπών χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο / στουπί + χαρτί. Ο τ. στυπόχαρτον μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • στουπωτήρι — το στουπόχαρτο, ταμπόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυπόχαρτο — το βλ. στουπόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”